- πεποίθω
- πείθωpersuadeperf subj act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πεποιθώ — έω, Α εκτιμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέποιθα κατά τα συνηρημένα σε έω / ώ] … Dictionary of Greek